ξεθηλύκωμα

ξεθηλύκωμα
το [ξεθηλυκώνω]
η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού ξεθηλυκώνω, άνοιγμα τών θηλειών που έχουν τα κουμπιά, ξεκούμπωμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ξεθηλύκωμα — το, ατος ξεκούμπωμα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ξεκούμπωμα — το άνοιγμα με βγάλσιμο κουμπιού από την κουμπότρυπα, ξεθηλύκωμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”